Ο Ελύτης που γνώρισα

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ
Ο Ελύτης που γνώρισα
Πέντε καλλιτέχνες μιλούν για το πώς έζησαν τον νομπελίστα ποιητή με αφορμή την έκθεση του Ιδρύματος Θεοχαράκη
Ο Ελύτης που γνώρισα




Ηταν ξανθωπός, όχι πολύ ψηλός, γοητευτικός, φιλόξενος, λάτρης του ωραίου φύλου, θαμώνας του Βrazilian της Βουκουρεστίου. Κολυμπούσε στις Σπέτσες και έμεινε ως το τέλος της ζωής του στο διαμέρισμα των δύο δωματίων της οδού Σκουφά, παρ΄ ότι μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ και του χρηματικού ποσού που το συνόδευε αγόρασε μεγαλύτερο σπίτι. Ολοζώντανος, ο Οδυσσέας Ελύτης ξεπηδά μέσα από τις μαρτυρίες τεσσάρων καλλιτεχνών που τον γνώρισαν και έχουν να διηγηθούν ο καθένας τις δικές του ιστορίες. Η Ναταλία Μελά, ο Αλέκος Φασιανός, ο Κώστας Πανιάρας και ο Διονύσης Φωτόπουλος ακονίζουν τη μνήμη τους για το «Βήμα της Κυριακής» με την ευκαιρία της έκθεσης «Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη: Ποίηση και ζωγραφική» που εγκαινιάζεται την Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου στο Ιδρυμα Θεοχαράκη με τη συμπαράσταση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου και σε επιμέλεια Τάκη Μαυρωτά. Μαζί τους, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης καταγράφει τις εμπειρίες του από το πώς δίδαξε τον Οδυσσέα Ελύτη στους φοιτητές του στην ΑΣΚΤ. Και οι πέντε συμμετέχουν με έργα τους στην έκθεση η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ελύτη και παρουσιάζει το σύνολο των ζωγραφικών έργων του ποιητή μαζί με αντιπροσωπευτικά έργα κορυφαίων ελλήνων εικαστικών που με τον έναα ή τον άλλον τρόπο συνδέθηκαν μαζί του.


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


Η βραδιά του Νομπέλ

Μια από τις πιο τρυφερές στιγμές της ζωής του που αφορούν ένα βράδυ του καλοκαιριού του 1979 έχει να θυμηθεί ο Διονύσης Φωτόπουλος. Ηταν στο σπίτι του Ελύτη στη Σκουφά εν αναμονή της ανακοίνωσης για το βραβείο Νομπέλ όπου ο γνωστός σκηνογράφος σήκωνε τα τηλέφωνα «ως γραμματέας», όπως μας λέει. Ετσι έτυχε να απαντήσει στο τηλεφώνημα που έγινε από την Ακαδημία στη Σουηδία. «Ο Ελύτης μόλις άκουσε την είδηση τη σχολίασε: “Μπράβο, πολύ ωραία”. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και προτού προλάβουμε να συνέλθουμε από την έκπληξη χτυπάει η πόρτα και αρχίζουν να μπαίνουν λεφούσια οι δημοσιογράφοι με πρώτο-πρώτο τον μακαρίτη Βαγγέλη Ψυράκη. Και η απορία δεν μου λύθηκε ποτέ: Είχαν κατασκηνώσει απ΄ έξω;..».


ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΙΑΡΑΣ


«Οταν με πήρε τηλέφωνο ο Ελύτης νόμιζα ότι ήταν... φάρσα»

O Κώστας Πανιάρας γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη όταν εκείνος ξαφνικά τον πήρε τηλέφωνο και του ζήτησε να κάνει μια προμετωπίδα για το βιβλίο του «Τα ελεγεία της οξώπετρας». «Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό μου και μου είπε ποιος είναι και τι θέλει» θυμάται ο Κώστας Πανιάρας. «Στην αρχή νόμιζα ότι είναι φάρσα. Δεν το πίστευα αλλά αποφάσισα να πάω στο ραντεβού για να μη φανώ αγενής. Προς μεγάλη μου κατάπληξη ήταν ο ίδιος, ο οποίος μάλιστα με δέχτηκε πολύ ευγενικά. Εντυπωσιάστηκα από το πόσο συγκεκριμένος ήταν σε εκείνα που ήθελε. Ηταν γοητευτικός και φιλόξενος. Θυμάμαι ότι ήθελε οπωσδήποτε να με κεράσει κάτι και επέμενε στις 5 το απόγευμα να πιω ένα... ουίσκι. Ηρθα σε δύσκολη θέση. Είχα μεγάλο δέος για τον ποιητή».

Η συνεργασία του Οδυσσέα Ελύτη με τον Κώστα Πανιάρα ήταν «το καλύτερο μάθημα που πήρα στη ζωή μου» λέει ο ζωγράφος. «Στην πορεία της συνεργασίας μας είδα έναν άνθρωπο να ενδιαφέρεται για κάθε λεπτομέρεια της δουλειάς με επαγγελματισμό και ακρίβεια. Σκίστηκα, θυμάμαι, να αγοράσω τότε τα βιβλία του γιατί δίψασα να τον μάθω καλύτερα».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ


«Τα βιβλία του Ικαρου μύριζαν λάδι και χρώματα»

O Γιάννης Ψυχοπαίδης δεν γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη. Τον δίδαξε όμωςστους φοιτητές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όταν με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννησή του, ζήτησε από τους σπουδαστές του Εργαστηρίου του να διαβάσουν τον νομπελίστα ποιητή και να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσα από την τέχνη τους. Το αποτέλεσμα της δουλειάς όλης της πανεπιστημιακής χρονιάς 2010/11 αποτελεί το υλικό της έκθεσης που με τίτλο «Με ασβέστη και θάλασσα» εγκαινιάζεται στις 24 Οκτωβρίου στο Σπίτι της Κύπρου. «Ζήτησα από τους φοιτητές να φέρουν 100 φωτοτυπίες από ποιήματα του Ελύτη ο καθένας για να διαλέξουν πάνω σε ποια θα δουλέψουν.Ηταν μια συγκινητική στιγμή όταν στον χώρο είχε συγκεντρωθεί ένα βουνό από φωτοτυπίες,ένας αληθινός ποιητικός λόφος»μας λέει ο Γιάννης Ψυχο παίδης. Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή του από το Εργαστήριο; «Εβλεπες τον χώρο ως ένα βομβαρδισμένο τοπίο τέχνης»θυμάται ο Γιάννης Ψυχοπαίδης. «Καβαλέτα, μοντέλα, λερωμένα πανιά, πατημένα σωληνάρια και μέσα σε αυτόν τον χαμό φωτοτυπίες ποιητικών συλλογών από το ελυτικό έργο. Τσαλακωμένες, σκισμένες, ζωγραφισμένες αλλά, πάντως, εν χρήσει. Τα παιδιά έκαναν βουτιά στα βαθιά νερά της ποίησης.Και τα βιβλία του Ικαρου μύριζαν λάδι και χρώματα. Και είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς διαβάζεται ή πρωτοδιαβάζεται ο Ελύτης από έναν σημερινό 20άρη. Η αντίληψη των παιδιών δεν ήταν καθόλου εικονογραφική. Πρόκειται για έναν βαθύτερο και γόνιμο διάλογο της ποίησης με την εικαστική τέχνη.Και το αποτέλεσμα έχει να κάνει περισσότερο με το αίσθημα και το γενικότερο λυρικό κλίμα».


ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΕΛΑ


«Αναμνήσεις από τις Σπέτσες ως τον... Ιππόδρομο»

Από το σπίτι της στις Σπέτσες η Νάτα Μελά αγναντεύει τη θάλασσα του Σαρωνικού και θυμάται ιστορίες συνδεδεμένες με το νησί και τον Οδυσσέα Ελύτη. «Ερχόταν συχνά τα καλοκαίρια στις Σπέτσες» μας λέει η ελληνίδα γλύπτρια. «Εμενε στο σπίτι των Κανελλόπουλων και κάναμε πολλή παρέα. Κολυμπούσαμε μαζί στο Λιγονέρι και αλλού. Ηταν καλός κολυμβητής, του άρεσε πολύ η θάλασσα αλλά δεν ήταν πάρα πολύ αθλητικός».

Η Ναταλία Μελά γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη στην Κατοχή. Ο πατέρας της, Μιχαήλ Μελάς, ήταν φίλος του Ανδρέα Εμπειρίκου και μέσω της οικογένειας Μελά γνωρίστηκε ο Ελύτης με τον Εμπειρίκο. Από τον στάβλο ενός σπιτιού στην οδό Μουρούζη που άνοιξε το εργαστήριό της το 1945 περνούσαν και οι δύο. «Ηταν τακτικοί» θυμάται η Ναταλία Μελά. Και η περιγραφή του Ελύτη; «Ηταν ξανθωπός, όχι πολύ ξανθός, όχι πολύ ψηλός, αλλά είχε ωραίο χαμόγελο. Γελούσαμε πολύ. Ηταν άνθρωπος που του άρεσε η ζωή και τα κορίτσια. Το ξέρετε ότι μαζί πηγαίναμε στον Ιππόδρομο και βλέπαμε τα άλογα που έπαιρναν μέρος στις κούρσες; Ο ίδιος έπαιζε και καμιά φορά».

Η ίδια δεν θα ξεχάσει μια παρεξήγηση που συνέβη μεταξύ τους λίγο μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ. «Ηθελα να τον συγχαρώ και αποφάσισα να του στείλω ένα μπουκέτο με μυρτιές που μου αρέσουν πολύ. Εγραψα σε ένα συνοδευτικό σημείωμα “συγχαρητήρια, Ναταλία”. Για κακή μου τύχη, όμως, Ναταλία ήταν η προηγούμενη φιλενάδα που είχε ο ποιητής και η αγαπημένη του εκείνη την εποχή νόμιζε ότι εκείνη του έστειλε τα λουλούδια. Λίγο έλειψε να... σκοτωθούν. Ευτυχώς δεν άργησε να αποκαλυφθεί ότι ήμουν εγώ και να λυθεί η παρεξήγηση».


ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ


«Οταν αποφάσισα να τον ζωγραφίσω τα βρήκα δύσκολα»

Το ραντεβού ήταν εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960, περίπου 12 με 1 το μεσημέρι στο Καφέ Βrazilian επί της οδού Βουκουρεστίου. Ηταν όλοι εκεί: ο Ελύτης, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος, ο Σινόπουλος, ο Ταχτσής και ο μικρότερος όλων, ο Αλέκος Φασιανός. «Η παρέα των διαφόρων ποιητών, ανθρώπων της τέχνης, συνοδών και άλλων ήταν μεγάλη» θυμάται ο ζωγράφος. «Επειδή όμως στεκόμασταν για λίγο εκεί και μετά πηγαίναμε στις δουλειές μας, ήμασταν όλοι όρθιοι». Οι περισσότεροι είχαν συναντηθεί νωρίτερα στο πατάρι του ιστορικού καφενείου Λουμίδη της οδού Σταδίου δίπλα από τη Στοά Νικολούδη. «Εκεί μαζεύονταν και κάποιες κοπέλες. Νόμιζαν ότι θα άκουγαν σπουδαία πράγματα για ποίηση και τέχνη. Εφευγαν όμως απογοητευμένες γιατί εμείς μιλάγαμε για καθημερινά πράγματα και λέγαμε και πολλά ανέκδοτα και αστεία. Το ξέρετε ότι ο Μόραλης- ένας άλλος ζωγράφος με τον οποίο συνδέθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης- ήταν περίφημος για τα ανέκδοτά του;».

Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 ως τον θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη το 1996, η φιλία του ποιητή με τον Αλέκο Φασιανό κράτησε σε Αθήνα και Παρίσι, οδήγησε σε εικονογραφήσεις βιβλίων και άφησε κληρονομιά στον ζωγράφο το κείμενο του Ελύτη με τίτλο «Ο Φασιανός που αγαπούμε» (Ανοιχτά Χαρτιά, Ικαρος) όπου ο ποιητής μιλάει για τον καλλιτέχνη «που εξακολουθεί να καλλιεργεί το μαγικό του κήπο...». «Νομίζω ότι εκτιμούσε την ελληνικότητα του έργου μου» λέει ο Αλέκος Φασιανός. Οταν όμως αποφάσισα να τον ζωγραφίσω, τότε τα βρήκα δύσκολα... Θυμάμαι είχα πάει σπίτι του να τον ζωγραφίσω. Παιδεύτηκα εκεί κάμποση ώρα και όταν είδε αυτό που έφτιαξα δεν του άρεσε καθόλου. “Τι είναι αυτό; Δεν μπορείς να με πιάσεις καθόλου” μου είπε. Συνέχισα την προσπάθειά μου. Εκανα τέσσερα-πέντε σχέδια ακόμα αλλά τίποτα δεν του άρεσε. “Μα, εσύ τον χαβά σου... ” μου είπε. Τι εννοούσε; Οτι είχα το δικό μου ύφος και δεν μπορούσα να “πιάσω” με τίποτα έναν άνθρωπο όπως εκείνον που ήταν δύσκολος».

Ο Ελύτης και ο Φασιανός συναντήθηκαν στο Παρίσι τα χρόνια της δικτατορίας. «Εκεί θυμάμαι πολύ έντονα πως μου έλεγε ότι πρέπει να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Μου μιλούσε για τον Νόστο του Οδυσσέα, για την επάνοδο» λέει ο Φασιανός. Μετά ήρθε το βραβείο Νομπέλ. «Τότε μου ζήτησε να εικονογραφήσω το πρώτο βιβλίο του με ποιήματά του μεταφρασμένα στα σουηδικά και το έκανα με πολλή χαρά. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου που έχω στο αρχείο μου υπάρχει ιδιόχειρη αφιέρωσή του που με ευχαριστεί για την πολύτιμη συνεργασία».

Πώς θυμάται άραγε τον άνθρωπο Ελύτη ο Αλέκος Φασιανός; «Ηταν τρομερά απλός. Ζούσε σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στην οδό Σκουφά και όταν πήρε το Νομπέλ και το χρηματικό ποσό που το συνόδευε- δεν θυμάμαι πόσα λεφτά - αγόρασε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να εγκαταλείψει ως το τέλος της ζωής του αυτά τα δύο δωματιάκια της Σκουφά». Και οι συμβουλές του; «Οι συμβουλές του ήταν μέσα από την ποίηση. Δεν θα σου μάθαινε ζωγραφική κρατώντας σου το χέρι. Και τίποτα να μην έλεγες μαζί του υπήρχε μια ακτινοβολία και μια συνεννόηση σχεδόν τηλεπαθητική...».


http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=421544

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More