Ερωτας: Διαφορές αντρών και γυναικών. Πότε και γιατί γίνεται μια σχέση τυρρανική







«Όλοι από γυναίκα ήρθαμε»!! Τις περισσότερες φορές, είναι γυναίκα, η μητέρα, το πρόσωπο που μας φροντίζει στους πρώτους μήνες της ζωής μας, γυναίκα είναι το πρώτο «αντικείμενο του έρωτα», τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια. Με εκείνη δημιουργούν την πρώτη σχέση τρυφερότητας και αφοσίωσης, τον πρώτο συμβιωτικό δεσμό, το δεσμό εκείνο που αργότερα θα προσπαθήσουν να επαναδημιουργήσουν στις ερωτικές σχέσεις της ενήλικης ζωής τους. Στην διάρκεια αυτών των πρώτων σταδίων της ανάπτυξής τους η αγάπη τους για εκείνη είναι συναισθηματική και ερωτική. Όταν αναπτύξουν την ικανότητα να διαχωρίζουν τον εαυτό από το άλλο, η μητέρα είναι και για τα δύο φύλα, αγόρια και κορίτσια, το πρώτο αντικείμενο ταύτισης. Η ώριμη προσωπικότητα, τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια, ολοκληρώνεται με
(α) την ανάπτυξη της αίσθησης του εαυτού που πρέπει να έχει ξέχωρο και αυτόνομο χαρακτήρα, και
(β) την ανάπτυξη της ικανότητας συσχετισμού με τους άλλους.
Η ολοκλήρωση αυτών των δύο υποχρεώσεων σχετίζεται με την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου, η οποία αρχίζει από την ηλικία των 18 μηνών. Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης διαφέρει στα αγόρια και στα κορίτσια. Για την ανάπτυξη της αρσενικής ταυτότητας, τα αγόρια πρέπει να καταστείλουν τη συναισθηματική τους δέσμευση με τη μητέρα και να αλλάξουν την πορεία διαδικασίας ταυτισμού τους με την εικόνα του πατέρα.

Τα κορίτσια δεν αισθάνονται την ανάγκη να διαχωριστούν από τη μητέρα για να αναπτύξουν τη γυναικεία ταυτότητα. Ως αποτέλεσμα, για τις περισσότερες γυναίκες, είναι πιο εύκολο να αναπτύξουν την ταυτότητα του φύλου τους, να γίνουν σαν τη μητέρα και να είναι στοργικές και ευαίσθητες, αλλά τους είναι δύσκολο να ανεξαρτητοποιηθούν. Εφόσον οι γυναίκες πρέπει να καταπνίξουν τη σεξουαλική έλξη προς τη μητέρα, αλλά όχι το συναισθηματικό δεσμό, ο συναισθηματικός δεσμός είναι κυρίαρχος στις ερωτικές τους εμπειρίες. Έτσι, δεν υπάρχει ικανοποιητική σεξουαλική σχέση χωρίς συναισθηματικό δεσμό.
Από την άλλη πλευρά, εφόσον οι άντρες πρέπει να καταστείλουν τη συναισθηματική προσήλωση προς τη μητέρα αλλά όχι τη σεξουαλική έλξη, ο σεξουαλικός δεσμός είναι κυρίαρχος στις ερωτικές τους σχέσεις. Γι'αυτό «για τους άντρες η ερωτική πλευρά κάθε σχέσης παραμένει πάντα η πιο ακαταμάχητη, ενώ για τις γυναίκες η συναισθηματική συνισταμένη θα είναι πάντα η πιο σημαντική».
Αποτέλεσμα αυτών των διαφορετικών διαδικασιών είναι ο χορός της οικειότητας, όπου ο ένας παρτενέρ - τις περισσότερες φορές η γυναίκα - είναι ο κυνηγός και ο άλλος - τις περισσότερες φορές ο άντρας - είναι ο φυγάς. Ένα ακραίο παράδειγμα του φυγάδα σε αυτόν το χορό της οικειότητας, είναι ο άντρας που διακατέχεται από το φόβο της δέσμευσης.
Ακόμη και μετά από μια λεπτομερή σκιαγράφηση των περιστασιακών και συνειδητών παραγόντων του συναισθήματος του έρωτα, συχνά μένουμε με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ίσως αυτό που λείπει από τις μελέτες και τις θεωρίες, όσο ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές μπορεί να είναι αυτές, είναι το πιο βασικό, σημαντικό και μυστηριακό στοιχείο - η μαγεία του έρωτα. Οι μελέτες δεν εξηγούν τους λόγους που μας ωθούν να ερωτευθούμε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο και όχι κάποιον άλλο.

Πώς μας κάνει κάποιος να «πετάμε στα σύννεφα;» Ποιος είναι ο λόγος που κάποιος άλλος, ο οποίος, σύμφωνα με όλα τα σχετικά κριτήρια, είναι πολύ πιο κατάλληλος σύντροφος για εμάς μας αφήνει αδιάφορους; Μια κυρίαρχη εξήγηση δίνεται από τη θεωρία της προσήλωσης, η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από το Βρετανό παιδοψυχολόγο John Bowly. Για τον Bowly, η λέξη - κλειδί είναι η «προσκόλληση», η πρώτη σταθερή σχέση

αγάπης που αναπτύσσει ένα παιδί.
Οι βασικές προτάσεις της θεωρίας της προσκόλλησης έχουν ως εξής:
  1. Οι ιδιαίτερες σχέσεις των ενηλίκων προσδιορίζονται από πρότυπα μιας εσωτερικής διεργασίας που οικοδομούνται μέσα από εμπειρίες σχέσεων της βρεφικής ηλικίας.
  2. Αυτά τα πρότυπα καθορίζουν τα πιστεύω του ανθρώπου, εάν είναι ή όχι άξιος να λάβει αγάπη και εάν μπορεί να υπολογίζει στην προσφορά της αγάπης και υποστήριξης των άλλων.
  3. Αυτά τα πρότυπα επηρεάζουν, επίσης, τα είδη της αλληλεπίδρασης που έχουν οι άνθρωποι με τους άλλους και την ερμηνεία που τους αποδίδουν.
Οι εμπειρίες που έχει το βρέφος με το φροντιστή μετατρέπονται σε πνευματικά πρότυπα για τον εαυτό τους και τους άλλους. Αυτά τα πρότυπα εσωτερικευμένης διεργασίας γενικεύονται σε άλλες σχέσεις. Το εσωτερικό πρότυπο αλλάζει καθώς το βρέφος αναπτύσσεται διότι, παρά την εκ γενετής ύπαρξή του, είναι ευάλωτο σε περιβαλλοντολογικές επιρροές. Το εσωτερικό πρότυπο είναι υπεύθυνο για όλα τα είδη προσκόλλησης, συμπεριλαμβανομένης, πρωταρχικά και βασικά, της ερωτικής.
Η Ainsworth προσδιόρισε τρεις διαφορετικούς τύπους αντίδρασης μωρών σε ένα γεμάτο από παιχνίδια δωμάτιο απέναντι στην αναχώρηση της μητέρας και στην επιστροφή της.
Η ασφαλής προσήλωση: περίπου τα δύο τρίτα των μωρών ήταν έτοιμα να εξερευνήσουν το δωμάτιο μόνα τους, αλλά γυρνούσαν να δουν κάθε τόσο εάν η μητέρα ήταν παρούσα. Αντιδρούσαν ή έκλαιγαν στην αποχώρησή της, αλλά στην επιστροφή της την καλωσόριζαν χαρούμενα, υψώνοντας συχνά τα χεράκια τους για να τα σηκώσει και να χωθούν στην αγκαλιά της. Σχετικά, ήταν εύκολο να τα παρηγορήσεις.
Η αγχώδης ή αμφιθυμική προσήλωση: το 10% περίπου φάνηκαν ανήσυχα και ανασφαλή. Έτειναν να προσκολλώνται στη μητέρα τους και φοβόντουσαν να εξερευνήσουν το δωμάτιο μόνα τους. Φαίνονταν πολύ ανυπόμονα, ταράζονταν με το χωρισμό και πολύ συχνά, έκλαιγαν ασταμάτητα. Στην επιστροφή της μητέρας ήθελαν την επαφή αλλά ταυτόχρονα ήθελαν να ξεφύγουν από την αγκαλιά της θυμωμένα, και αντιστέκονταν στις προσπάθειες της να τα παρηγορήσει.
Η προσήλωση με διχασμό: περίπου 20% με 25% έδωσαν την εντύπωση της ανεξαρτησίας. Εξερεύνησαν το περιβάλλον χωρίς να δείχνουν ανάγκη για την ασφάλεια της παρουσίας της μητέρας και δε γύριζαν να διαπιστώσουν την παρουσία ή απουσία της. Όταν η μητέρα έφευγε, το μωρό δε φαινόταν να επηρεάζεται, αλλά μια εξέταση των χτύπων της καρδιάς του έδειχνε έντονη αντίδραση. Στην επιστροφή της, το βρέφος την αγνοούσε ή την απέφευγε.

Η Ainsworth και η ομάδα της παρατήρησαν τα ζευγάρια μητέρας - βρέφους στα σπίτια τους. Έτσι, ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι τύποι προσκόλλησης του βρέφους και γονικής φροντίδας της μητέρας. Οι μητέρες των ασφαλώς προσηλωμένων
Οι ασφαλείς. Οι ενήλικες με ασφαλή προσκόλληση αισθάνονται άνεση όταν εξαρτώνται από άλλους, όπως και όταν άλλοι εξαρτώνται από αυτούς. Με αυτό τον τρόπο τους είναι ευκολότερο να πλησιάσουν τον άλλο. Αισθάνονται ότι είναι πολύτιμοι και ότι αξίζουν την αγάπη και το σεβασμό του άλλου. Εμπιστεύονται τους ανθρώπους: πιστεύουν ότι όλοι έχουν καλές προθέσεις και ότι μπορούν να υπολογίζουν σε αυτούς για ένα χέρι βοήθειας όταν παραστεί η ανάγκη. Δημιουργούν ιδιαίτερες σχέσεις ευκολότερα και δεν ανησυχούν για τη μοναξιά τους ή για την προσέγγισή τους από κάποιον. Δεν τους απασχολεί η εγκατάλειψη ή η εξάρτηση, τείνουν να δίνουν πολύ καλή εντύπωση όσον αφορά την ευαισθησία και όχι τόσο καλή όσον αφορά τη μανιώδη προσφορά.
Οι διχασμένοι. Οι ενήλικες με διχασμένη συμπεριφορά προσκόλλησης τείνουν να είναι απομονωμένοι. Δεν αισθάνονται άνετα όταν βρίσκονται στην παρέα των άλλων, είναι πολύ δύσκολο γι'αυτούς να εξαρτώνται από τους άλλους ή να τους εμπιστεύονται απόλυτα. Γίνονται νευρικοί όταν κάποιος τους πλησιάσει συναισθηματικά. Έχουν πολλούς χωρισμούς στο ενεργητικό τους, αλλά υποφέρουν λιγότερο όταν η σχέση φτάνει στο τέλος της. Είναι μοναχικοί, αισθάνονται άβολα όταν η σχέση τους εμπεριέχει τρυφερότητα και ευαισθησία, έχουν πολλές ευκαιριακές σχέσεις και είναι πολύ πιθανό γι'αυτούς να είναι άπιστοι στη σχέση τους. Είναι δε, πολύ πιθανό να απολαμβάνουν τις σεξουαλικές επαφές όταν αυτές δε χαρακτηρίζονται από αγάπη.

Οι αγχώδεις ή αμφίθυμοι. Οι ενήλικες με τύπο αγχώδους - αμφίθυμης προσκόλλησης θεωρούν ότι οι άλλοι δεν αποζητούν τον τύπο των ενήλικων στενών επαφών. Συχνά ανησυχούν μήπως ο/η σύντροφός τους δεν τους αγαπά πραγματικά ή ότι δε θέλει να είναι μαζί τους. Αποζητούν τόσο υψηλά επίπεδα εγγύτητας και δέσμευσης, που φοβίζουν το/τη σύντροφό τους, από τον/την οποίο/α, πολύ συχνά, θεωρούνται προσκολλημένα και φορτικά άτομα. Είναι ανασφαλείς και επενδύουν πολλά σε κάθε σχέση. Τείνουν να πιστεύουν ότι οι άλλοι δεν τους υπολογίζουν όσο θα έπρεπε και ότι γενικά, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους ανθρώπους. Τείνουν να χωρίζουν ξανά και ξανά με το/τη σύντροφό τους και είναι πολύ ζηλιάρηδες/ζηλιάρες. Έχουν χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης και αποκαλύπτουν πολλά για τον εαυτό τους. Ανησυχούν μήπως εγκαταλειφθούν και μήπως ο έρωτάς τους δε βρει ανταπόκριση, επίσης, φοβούνται την πολλή οικειότητα και εξάρτηση. Τείνουν να δίνουν πολύ καλή εντύπωση όσον αφορά τη μανιώδη προσφορά και όχι τόσο καλή όσον αφορά την ειλικρίνεια.
Οι ασφαλείςτύποι είναι πρόθυμοι να πειραματιστούν σεξουαλικά, αλλά μόνο όταν η σχέση είναι διαρκής. Απολαμβάνουν κάθε τύπου σεξουαλική επαφή, από το αγκάλιασμα έως το στοματικό έρωτα. Αποφεύγουν τις ευκαιριακές ερωτικές επαφές, όπως και τις σεξουαλικές σχέσεις εκτός της κύριας σχέσης.
Οι διχασμένοι δεν απολαμβάνουν τις απλές σωματικές επαφές, τείνουν να αρέσκονται στις ευκαιριακές ερωτικές επαφές, έχουν ερωτικές σχέσεις εκτός γάμου, και είναι πολύ πιθανό να πιστεύουν ότι η ερωτική πράξη χωρίς συναίσθημα είναι πολύ πιο ευχάριστη.
Οι αγχώδεις ή αμφίθυμοι απολαμβάνουν τη φυσική επαφή, την τρυφερότητα της ερωτικής σχέσης, αλλά βρίσκουν λιγότερη απόλαυση στην ερωτική πράξη.
Για να αγαπήσουμε τους άλλους, πρέπει πρώτα να αγαπάμε και να σεβόμαστε τον εαυτό μας. Μελέτες πάνω στην προσκόλληση δείχνουν πράγματι ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στον ασφαλή τύπο έχουν όντως περισσότερη αυτοπεποίθηση, είναι λιγότερο νευρωτικοί, περισσότερο εξωστρεφής, περισσότερο δεκτικοί και είναι πιο ανοιχτοί σε καινούργιες εμπειρίες από τους διχασμένους ή τους αγχώδεις - αμφίθυμους τύπους ανθρώπων.
Όταν άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ερωτεύονται, ο έρωτάς τους είναι ιδιαίτερα δυνατός, έχει πολύ συχνά τον απόλυτο έλεγχο πάνω τους και γίνεται ο κύριος σκοπός της ζωής τους. Το αποτέλεσμα είναι ένας παθολογικός, καταστρεπτικός, απελπισμένος έρωτας.
Ο Kernberg περιγράφει την ικανότητα του ανθρώπου να αγαπά με μια κλίμακα με πέντε σημεία:
Απόλυτη ανικανότητα να αγαπήσουμε. Αυτό το ακραίο σημείο της κλίμακας αντιπροσωπεύει την ανικανότητα δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων στις οποίες ενέχονται σεξουαλικές επαφές. Χαρακτηρίζει τα ακραία παραδείγματα δόμησης μιας ναρκισσιστικής, σχιζοφρενικής προσωπικότητας. Μια ναρκισσιστική προσωπικότητα χαρακτηρίζεται από μια μη ρεαλιστική αίσθηση μεγάλης σπουδαιότητας του εαυτού και μια ακατεύναστη ανάγκη θαυμασμού. Η απόλυτη ενασχόληση του ατόμου με τον εαυτό του διαταράσσει τη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων.
Σεξουαλική σύγχυση. Το δεύτερο σημείο συμβαίνει συνήθως, αλλά όχι πάντα, σε ετερόφυλες σχέσεις.

Είναι ένας λιγότερο ακραίος τύπος ναρκισσιστικής διαταραχής της προσωπικότητας και εκείνοι που υποφέρουν από αυτή έχουν την ικανότητα δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων. Όμως, εφόσον τείνουν να θεωρούν τους άλλους όργανα της δικής της ικανοποίησης, οι διαπροσωπικές τους σχέσεις τείνουν να είναι ανώριμες, ατελείς και, πολύ συχνά, σεξουαλικά εστιασμένες.
Απλοϊκή εξιδανίκευση του αγαπημένου και παιδική εξάρτηση. Ο τρίτος τύπος αφορά τη συναισθηματική εξάρτηση και χαρακτηρίζεται από τη μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας. Οι άνθρωποι με αυτού του τύπου τη διαταραχή διακρίνονται από αστάθεια στις διαπροσωπικές σχέσεις και κυμαίνονται παρορμητικά μεταξύ απόλυτης εξιδανίκευσης και ολικής απόρριψης του άλλου. Τείνουν επίσης να έχουν απρόβλεπτη και παρορμητική συναισθηματική συμπεριφορά και να διακατέχονται από το φόβο της πραγματικής ή φανταστικής εγκατάλειψης.
Ικανότητα δημιουργίας σταθερών σχέσεων και ανικανότητα απόλαυσης της σεξουαλικής ικανοποίησης. Ο τέταρτος τύπος χαρακτηρίζει τις πιο ήπιες μορφές διαταραχής της προσωπικότητας και τις νευρώσεις. Οι νευρώσεις, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, είναι ψυχικές διαταραχές οι οποίες διαμορφώνονται από ασυνείδητες συγκρούσεις που δημιουργούν άγχος. Το άγχος ωθεί το άτομο στη λειτουργία διαφόρων αμυντικών μηχανισμών που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.
Υγιής συνδυασμός σεξουαλικότητας και ευαισθησίας προς τον άλλον και βαθιά εγγύτητα σχέσης. Αυτό ο πέμπτος τύπος βρίσκεται στην αντίθετη, θετική, άκρη της κλίμακας.
Η θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων, περισσότερο από τις άλλες θεωρίες, εστιάζεται στην ψυχολογική κατάσταση του ερωτευμένου. Το αντικείμενο είναι μια εσωτερική αναπαράσταση ενός προσώπου, ενός πράγματος, μιας σχέσης ή ενός γεγονότος που έχει γίνει τμήμα του ψυχικού κόσμου του ατόμου. Το πεινασμένο μωρό δεν έχει εσωτερική εικόνα της μητέρας, γι'αυτό και κλαιει. Μόλις η μητέρα «εσωτερικευθεί» το μωρό μπορεί να αντιμετωπίσει την παροδική απουσία της. Η εσωτερικευμένη εικόνα της δηλώνει ότι θα επιστρέψει. Στους ενήλικους το εσωτερικευμένο αντικείμενο της μητέρας εμπεριέχει τη συγκεκριμένη αναπαράσταση της μητέρας τους, πώς ήταν σε διαφορετικά στάδια της ζωής της, όπως και μια αφηρημένη εικόνα η οποία επηρεάζεται από πολιτισμικά στερεότυπα και σπουδές, συλλογές μύθων περί μητρότητας.
Οι θεωρητικοί των αντικειμενότροπων σχέσεων υποθέτουν ότι ο εσωτερικός μας κόσμος αποτελείται από αντικείμενα και αντικειμενότροπες σχέσεις - την εσωτερική μας αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ διαφόρων αντικειμένων. Οι σχέσεις μεταξύ εραστών, όπως και άλλες προσωπικές σχέσεις, είναι πάντα «αντικειμενότροπες». Για να θεωρηθούμε έτοιμοι να αγαπήσουμε και να κάνουμε σχέση με κάποιο άλλο άτομο και όχι με την αντανάκλαση του εαυτού μας σε αυτό το άτομο, πρέπει να είμαστε εξατομικευμένοι. Όλοι πασχίζουμε να καταφέρουμε να ισορροπήσουμε μεταξύ μιας ενότητας - ζευγάρι - και της ανάγκης μας να είμαστε μονάδα. Είναι μια μάχη μεταξύ συνοχής και εξατομίκευσης.
Τι συμβαίνει όταν η αρχική εμπειρία με τη μητέρα δεν είναι τρυφερή ή στοργική; Όταν το παιδί αντιλαμβάνεται ότι θεωρείται εγκαταλελειμμένο ή κατατρεγμένο ή απορριπτέο από το γονιό, δεν μπορεί να απαλλαγεί ή να αλλάξει το «απογοητευτικό αντικείμενο», δηλαδή το γονιό. Το παιδί αντιμετωπίζει την απογοήτευση εσωτερικεύοντας μέρη του αγαπημένου/μισητού γονιού, προσπαθώντας να τον ελέγχει στον εσωτερικό του κόσμο. Το απογοητευτικό αντικείμενο υφίσταται διάφορους «διχασμούς», οι οποίοι καταπνίγονται και παραμένουν ασυνείδητες προβολές και, έτσι, τμήματα της δόμησης της προσωπικότητας του ατόμου.
Οι προβολές εμπεριέχουν τα κατάλοιπα των βρεφικών αναγκών
όπως και την αντίδραση του γονιού σε αυτές. Το εγώ αναπτύσσει αυτές τις προβολές και οργανώνεται σχετικά με αυτές, με διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί να αναπτύξει αίσθηση κατωτερότητας και ευτέλειας, κάτι που αντικατοπτρίζει την αδυναμία του μωρού, όπως και την αίσθηση του στομφώδους και της παντοδυναμίας - την αντίληψη του μωρού, σχετικά με την παντοδυναμία του γονιού. Ο εαυτός αναπτύσσεται γύρω από αυτές τις ασυνείδητες προβολές και η ύπαρξη και των δύο άκρων πιθανόν να εμφανιστούν σε αυτόν. Όταν βλέπουμε την υπεροπτική και κενόδοξη συμπεριφορά ενός ατόμου - αποδείξεις της ύπαρξης μιας στομφώδους προβολής - μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι θα βρούμε και μια προβολή ανασφάλειας και αίσθησης κατωτερότητας η οποία ήταν καταπιεσμένη. Όταν συναντάμε ένα άτομο που αισθάνεται συνέχεια ότι οι άλλοι το εκμεταλλεύονται και το χρησιμοποιούν, το πιθανότερο είναι ότι, εκτός από αυτή την προβολή του θύματος, θα συναντήσουμε επίσης μια εχθρική, επιθετική και καταστρεπτική προβολή, ή οποία είχε καταπιεστεί.
Στις περισσότερες περιπτώσεις το άτομο έχει επίγνωση μόνο της μιας πλευράς αυτής της δυαδικότητας: στην τελευταία περίπτωση το άτομο είναι πιθανό να έχει επίγνωση της πλευράς του θύματος και να είναι ανύποπτο για την ύπαρξη του εχθρικού, επιθετικού εαυτού. Στο γνωστό παράδειγμα του παρανοϊκού, η προβολή του καταδιωκόμενου θύματος ελέγχει την εσωτερική οργάνωση του εαυτού, ενώ η απογοητευμένη και καταπιεσμένη προβολή του επιθετικού διώκτη προβάλλεται σε άλλα άτομα.

Ο έρωτας είναι μια ασυνείδητη επιλογή του συντρόφου εκείνου που ταιριάζει στο καταπιεσμένο τμήμα του εαυτού. Μόλις ο σύντροφος βρει τρόπο έκφρασης ή θεωρήσει ότι βρήκε τρόπο έκφρασης του καταπιεσμένου τμήματος του εαυτού, δεν υπάρχει λόγος να παραδεχτεί την ύπαρξή του. Μια γυναίκα που δεν αισθάνεται αγαπητή, διότι έτσι ένιωθε όταν ήταν παιδί, είναι πολύ πιθανό να επιλέξει έναν άντρα που δεν εκφράζει την αγάπη. Με αυτό τον τρόπο μπορεί εκείνη να κατηγορεί εκείνον για την άσχημη αίσθηση που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Ένα άντρας που αισθάνεται κατώτερος, διότι έτσι αισθανόταν όταν ήταν παιδί, είναι πολύ πιθανό να επιλέξει μια αυστηρή και επικριτική γυναίκα. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να κατηγορεί εκείνη για το συναίσθημα κατωτερότητας που νιώθει. Ενώ η γυναίκα θα συνεχίσει να παραπονιέται ότι ο σύντροφός της δεν της δείχνει αγάπη και ο άντρας θα συνεχίσει να παραπονιέται για την αυστηρή κριτική της συντρόφου του, το πιθανότερο είναι να παραμείνουν και οι δύο με τους συντρόφους τους. Ο λόγος; Μας είναι πολύ πιο εύκολο να είμαστε με ένα/μια σύντροφο ο/η οποίος/α παρέχει μια εξωτερική δικαίωση των κακών συναισθημάτων που τρέφουμε για τον εαυτό μας, παρά να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτά τα συναισθήματα μέσα μας, στον εαυτό μας.
Επίσης, όταν οι σύντροφοι είναι αδιαφοροποίητοι, αποτέλεσμα κάποιων τραυματικών εμπειριών απόρριψης, εγκατάλειψης ή κατατρεγμού που βίωσαν στην παιδική τους ηλικία, τα συναισθήματά τους σε σχέση με αυτά τα καταπιεσμένα και απορριπτέα μέρη του εαυτού τους είναι ιδιαίτερα αρνητικά ή αλληλοσυγκρουόμενα / αμφίθυμα. Εφόσον η ανάγκη άρνησης της ύπαρξης αυτών των καταπιεσμένων τμημάτων είναι ιδιαίτερα ισχυρή, με τον ίδιο τρόπο η ανάγκη εύρεσης ενός/μιας συντρόφου ο/η οποίος/α τα εκφράζει είναι το ίδιο ισχυρή.
Όταν ανακαλύψουν αυτό το κομμάτι σε έναν πιθανό σύντροφο, τον ερωτεύονται «τρελά». Μπορεί η αγάπη τους να είναι, στα μάτια των άλλων, υπερβολική, καταστροφική ή ακόμα και παρανοϊκή, αλλά είναι απόλυτα λογική για εκείνους, εάν λάβουμε υπόψη τις υποσυνείδητες ανάγκες τους. Αφού έχουν ερωτευθεί, ενθαρρύνουν ασυνείδητα το/τη σύντροφό τους να εκφράσει αυτά τα καταπιεσμένα και απορριπτέα σημεία. Έτσι, καθίσταται δυνατή για εκείνους/ες η κριτική και η προσπάθεια ελέγχου αυτών των απογοητευμένων τμημάτων στο/στη σύντροφό τους, όχι στον εαυτό τους. Όταν οι δύο σύντροφοι είναι διαφοροποιημένοι και λογικά ολοκληρωμένοι ως άτομα, οι διαφορές στις προσωπικότητές τους θεωρούνται συμπληρωματικές, αξιόλογες και ευχάριστες. Σε ένα τέτοιο ζευγάρι, ο ελαφρώς καταπιεστικός σύζυγος είναι πιθανό να απολαμβάνει τον αυθορμητισμό και παρορμητισμό της συζύγου του και η σύζυγος να εκτιμά την προσήλωση του συζύγου της στη λεπτομέρεια και στον προσεκτικό προγραμματισμό.
Αντίθετα με τη γνωστή ρήση πως, για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τους άλλους, θα πρέπει πρώτα να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, ο ψυχαναλυτής Theodor Reik παρατήρησε ότι όσο πιο αρνητική είναι η εκτίμηση που έχουμε για τον εαυτό μας τόσο πιο πιθανό είναι να ερωτευτούμε. Οι άνθρωποι αισθάνονται την έλλειψη κάποιων στοιχείων στον εαυτό τους και ψάχνουν να τα βρουν στο/στη σύντροφο. Όταν ερωτεύονται, προβάλλουν στον/στην αγαπημένο/η τις ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις τους.

Η προβολή των αποσχισμένων τμημάτων του εαυτού, αποσχισμένη προβολή, συμβαίνει και στους δύο συντρόφους, με τον καθένα να προσπαθεί να εκφράσει τα σημεία που έχει απαρνηθεί ή καταπιέσει μέσω του συντρόφου. Για παράδειγμα, μια γυναίκα η οποία έχει εσωτερικεύσει τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, κάποιας βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ θύματος και θύτη, τοποθετεί τον εαυτό της στη θέση του θύματος. Έχει διαχωρίσει τα δύο μέρη της σύγκρουσης, έχει καταπνίξει το βίαιο μέρος, του θύτη, και το έχει προβάλει στο σύντροφό της. Η εσωτερικευμένη σύγκρουση, σε αυτή την περίπτωση, μεταξύ της κακομεταχείρησης και του κατατρεγμού, γίνεται μια ασταμάτητη σύγκρουση μεταξύ των συντρόφων. Ο διαιρεμένος εαυτός γίνεται διαιρεμένο ζευγάρι.
Η γυναίκα έχει ανάγκη από έναν αγενή και προσβλητικό άντρα, έτσι ώστε να προβάλλει σε αυτόν την ασυνείδητη, απολίτιστη, βίαιη, καταπιεσμένη αποσχισμένη πλευρά του εαυτού της. Η εσωτερικευμένη σύγκρουση την ωθεί στην εύρεση ενός συντρόφου που θα μπορέσει να καλύψει αυτή την ανάγκη, προς μεγάλη έκπληξη και ανησυχία της οικογένειάς της και των φίλων της, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν τι βρίσκει μια γλυκιά και ευγενική γυναίκα σε έναν βίαιο και αγενή τύπο. Η απάντηση είναι απλή. Σε εκείνον βρίσκει το αποσχισμένο / αποθυμένο τμήμα του εαυτού της.
Ο εραστής της έχει επίσης εσωτερικεύσει μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ θύτη και θύματος από την παιδική του ηλικία. Όμως, στην περίπτωσή του, το τμήμα που αποσχίστηκε και καταπιέστηκε είναι το τμήμα του θύματος. Στη σχέση του με αυτή τη γυναίκα μπορεί να έχει την εμπειρία αυτού του τμήματός του και να το αντιμετωπίσει. Με αυτό τον τρόπο οι μη διαφοροποιημένοι σύντροφοι φέρνουν προβληματικές αντικειμενότροπες σχέσεις των πρώτων εμπειριών της ζωής τους στις ερωτικές τους σχέσεις.

Εφόσον η προβολή αντιπροσωπεύει μια ασυνείδητη, πρωτόγονη ανάγκη, πολύ συχνά το άτομο που την προβάλλει «δε βλέπει» τις συμπεριφορές που είναι ασύμφωνες με αυτή την προβολή. Επομένως, η γυναίκα είναι πιθανό να θεωρήσει αγενή και επιθετική τη συμπεριφορά του άντρα, ακόμα κι όταν δεν είναι. Παρομοίως, ο άντρας είναι πολύ πιθανό να δει τη γυναίκα ως θύμα ακόμα κι όταν εκείνη δεν είναι.
Όπως φαίνεται από το παράδειγμα, οι σύντροφοι τείνουν να έχουν τις ίδιες εσωτερικευμένες συγκρούσεις και, σε μια αμοιβαία διαδικασία, προβάλουν ο ένας στον άλλο τα συμπληρωματικά, ασυνείδητα και καταπιεσμένα, αποσχισμένα μέρη του εαυτού τους. Ακόμη, κάθε σύντροφος ταυτίζεται με τα μέρη που ο/η άλλος σύντροφος προβάλει σε αυτόν/αυτήν. Το αποτέλεσμα ονομάζεται προβλητική ταυτοποίηση.
Η προβλητική ταυτοποίηση είναι ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της αντικειμενότροπης θεωρίας στην κατανόηση της διαδικασίας του έρωτα και της δυναμικής του ζευγαριού. Ο άντρας του οποίου η σύζυγος προβάλλει σε αυτόν την επιθετική, δυναμική, γονική, κυριαρχική, αποσχισμένη πλευρά της εσωτερικεύει αυτή την προβολή, ταυτοποιείται με αυτή και θεωρεί τον εαυτό του έτσι όπως θεωρείται από τη σύζυγό του. Παρομοίως, η γυναίκα ταυτοποιείται με την προβολή του συζύγου της και θεωρεί τον εαυτό της έτσι όπως θεωρείται από εκείνον, το υποταγμένο, παθητικό ή ανώριμο, αδύναμο και αποσχισμένο τμήμα του. Με αυτό τον τρόπο εσωτερικά, ασυνείδητες συγκρούσεις του/της συντρόφου εξωτερικεύονται στο ζευγάρι ως τύποι σύγκρουσης. Χρησιμοποιώντας διαφορετική φρασεολογία, οι συγκρούσεις ενός ζευγαριού είναι μια επανέκδοση των εσωτερικών συγκρούσεων που υπάρχουν στον κάθε σύντροφο. Όσο λιγότερο ολοκληρωμένα είναι τα ζευγάρια τόσο πιο παιδιάστικες είναι οι ανάγκες τους και τόσο πιο έντονες είναι οι συγκρούσεις τους.
Όταν δύο άνθρωποι ερωτεύονται, προβάλλουν ο ένας στον άλλο τις αποσχισμένες και καταπιεσμένες πλευρές τους. Μια γυναίκα που έχει μάθει να καταπιέζει την ανάγκη αυτονομίας και ανεξαρτησίας προβάλλει αυτή την απουσία (αποτέλεσμα της καταπίεσης) στο σύζυγό της. Έτσι, εκείνος εμφανίζεται πιο ανεξάρτητος απ'ότι είναι στην πραγματικότητα. Ο άντρας που έχει μάθει να καταπιέζει την εξάρτησή του και την ανάγκη του για τρυφερότητα προβάλλει αυτές τις πλευρές στη γυναίκα του, με αποτέλεσμα εκείνη να φαίνεται πιο εξαρτημένη και αδύναμη απ'ότι είναι στην πραγματικότητα. Η προβλητική ταυτοποίηση ωθεί και τους δύο να συνταυτιστούν με τις αντίστοιχες προβολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό που βλέπουμε είναι ένας παραδοσιακός τύπος ζευγαριού, όπου ο άντρας και η γυναίκα παίζουν πολύ άνετα τους λεγόμενους φυσιολογικούς ρόλους των φύλων. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, μπορεί αυτοί οι στερεότυποι ρόλοι των φύλων να έχουν μεγάλο αντίτιμο για τον έναν ή και τους δύο συντρόφους. Ένα παράδειγμα είναι η γυναίκα που, ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας προβλητικής ταυτοποίησης, χάνει την ικανότητά της να κρίνει τι συμβαίνει γύρω της, ιδίως τη συμπεριφορά του συζύγου της.
Οι άνθρωποι τείνουν να ερωτεύονται άτομα που βρίσκονται σε παρόμοια επίπεδα διαφοροποίησης αλλά
αντίθετα επίπεδα άμυνας ή χαρακτήρα ή ύφους. Το αμυντικό ύφος είναι είδος συμπεριφοράς που προστατεύει τον εαυτό από τη συνειδητοποίηση του άγχους: τα ζευγάρια τείνουν να επικροτούν ο ένας τον άλλον για το ύφος που έχουν. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν άντρα που αντιμετωπίζει το άγος του καταποντισμού του από συναισθήματα, καταστέλλοντας τα συναισθήματά του. Σύμφωνα με τη θεωρία του Bowen, αυτός ο άντρας πρόκειται να ελκύεται από γυναίκες με παρόμοια επίπεδα διαφοροποίησης. Όμως οι αμυντικοί μηχανισμοί αυτών των γυναικών, που έχουν την υστερική τάση να δραματοποιούν τα πάντα και να είναι υπερεκδηλωτικές, είναι αντίθετοι από τους δικούς του. Μια γυναίκα η οποία αντιμετωπίζει τα άγχη της με το να γίνεται φοβική είναι πιθανό να ελκύεται από άντρες που υπερασπίζονται τους εαυτούς τους κατά του άγχους τους με την άρνηση ή την ασχολία τους με ριψοκίνδυνα σπορ και παράτολμες περιπέτειες. Η διαφορετική άμυνα ή ύφος του χαρακτήρα καλύπτουν την εμφατική ομοιότητα. Έτσι, ο ένας σύντροφος μπορεί να εμφανίζεται ανεξάρτητος και ο άλλος εξαρτώμενος, ο ένας ενεργητικός και άλλος παθητικός, ο ένας λογικός και ο άλλος συναισθηματικός. Τα πιο συνηθισμένα συμπληρωματικά πρότυπα, σύμφωνα με την πρωτοποριακή εργασία του Μittelman είναι:
  1. Ο ένας σύντροφος είναι κυριαρχικός και επιθετικός, ενώ ο άλλος είναι υποχωρητικός και μαζοχιστής.
  2. Ο ένας σύντροφος είναι συναισθηματικά απόμακρος, ενώ ο άλλος έχει την ανάγκη στοργής και τρυφερότητας.
  3. Ο ένας σύντροφος έχει την ανάγκη φροντίδας, ενώ ο άλλος είναι παντοδύναμος.
  4. Και οι δύο σύντροφοι βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο και εχθρικό αγώνα επιβολής ελέγχου.
Μια αποτυχία διαφοροποίησης μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανικανότητα απεξάρτησης από την πρωτογενή οικογένεια και έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ερωτικές σχέσεις. Εφόσον η αίσθηση του ξέχωρου και ανεξάρτητου εαυτού είναι ανύπαρκτη, όλη η συναισθηματική ενέργεια επικεντρώνεται στην οικογένεια. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια αόρατη πίστη προς την οικογένεια, μια «επιτύμβια πλάκα απλήρωτων χρεών» ενώνει το άτομο με τους γονείς, έτσι που μια καθολική επένδυση στο σύντροφο θεωρείτο απιστία στην οικογένεια. Για παράδειγμα, ένας άντρας μπορεί να αισθάνεται υποχρέωση να επισκέπτεται καθημερινά τη μητέρα του, να της τηλεφωνεί αρκετές φορές την ημέρα, να γευματίζει στο σπίτι της, παρά τις διαμαρτυρίες της συζύγου του. Το γεγονός ότι η σύζυγός του διαμαρτύρεται αλλά μένει μαζί του υποδεικνύει ότι το επίπεδο διαφοροποίησής της είναι παρόμοιο με το δικό του, αλλά, στη δική της περίπτωση, επιδεικνύεται περίτρανα με τη διακοπή της επαφής της με τη δική της οικογένεια. Με άλλα λόγια, έχει μια καλή αίτία, ακόμη κι αν είναι ασυνείδητη, να παραμένει μαζί του.
Προβληματικά εσωτερικευμένα αντικείμενα, παθογενείς ενδοβολές μπορεί να είναι αποτελέσματα των σχέσεων και με τους δύο γονείς, όπως και της μεταξύ τους σχέσης. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που στην παιδική της ηλικία έγινε μάρτυρας της απιστίας του πατέρα της και της σιωπηλής οδύνης και οργής της μητέρας της, εσωτερικεύει και τους δύο ρόλους, του «προδομένου θύματος» και του «άπιστου κακού». Ως ενήλικη, οι δύο αυτές ενδοβολές θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις ερωτικές της σχέσεις. Μπορεί να παίξει τον ένα ρόλο σε μια σχέση, τον άλλο σε μια άλλη σχέση, ή να παίξει και τους δύο ρόλους σε μια σχέση χωρίς να συνειδητοποιεί την παραδοξότητα του να είναι άπιστη στο σύντροφό της από τη μία και να επιδεικνύει ξεσπάσματα οργής και ζήλιας σε υποτιθέμενες απιστίες του από την άλλη.
Οι παθογενείς ενδοβολές και τα ασυνείδητα κίνητρα βοηθούν στην εξήγηση της συμπεριφοράς, που, αλλιώς, θα ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε - όπως το λόγο που ωθεί τους ανθρώπους να ερωτεύονται άτομα που φαίνονται να είναι τόσο ακατάλληλα γι'αυτούς. Γιατί; Ο σύντροφος αντιπροσωπεύει ένα καταπιεσμένο τμήμα του εαυτού. Ή ποιος είναι ο λόγος που κάποιος παραμένει με το σύντροφό του όταν η ζωή μαζί του δεν είναι παρά ένας εφιάλτης. Γιατί; Είναι ευκολότερο να κατηγορήσουμε την οδύνη εξαιτίας του συντρόφου παρά να ερευνήσουμε σε βάθος και ν'αγγίξουμε τον πόνο. Και οι δύο αυτές έννοιες είναι βοηθητικές στην εξήγηση του έμμονου έρωτα, όπου ο ένας σύντροφος γίνεται η δόση του χρήστη. Τέτοιο είδος έμμονου έρωτα δημιουργεί μια ένταση συναισθημάτων και ένα φαινομενικό παραλογισμό της ρομαντικής επιλογής. Παρά την αδυσώπητη οδύνη, την οργή, την απογοήτευση και τις ατέλειωτες συγκρούσεις, οι εραστές επιμένουν ότι είναι τρελά ερωτευμένοι και ότι απλά δεν μπορούν να τερματίσουν τη σχέση.


http://www.papapan.gr/differences-between-two-sexes

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More