«Θέλω τον Πλούσιο Γαμπρό»

Μεγάλωσα σε μια τυπική μικροαστική οικογένεια. Έμαθα επομένως πώς να κρατάω ψηλά την τιμή της φαμίλιας με χαμηλό κόστος. Είμαι δηλαδή ψηλή, ξανθιά με καστανά ματιά, τόσο λεπτή όσο για να κρύβομαι πίσω από μια νταμαροκολόνα και το μόνο για το οποίο αγωνίζομαι σ’ όλη μου τη ζωή είναι το λαθραίο κυνήγι του υπό εξαφάνιση προστατευόμενου είδους, δηλαδή του πλούσιου γαμπρού, χωρίς γονείς, αγαθοβιόλη, που περιμένει εμένα να πέσω στο δρόμο του και να χάσει και τα λίγα λογικά του, με τα οποία τον προίκισε η αχάριστη φύση.

Προ αμνημονεύτων ετών, που δεν θέλω να θυμάμαι -θα ’μουν δεν θα ’μουν 16- η οικογένεια έκανε σύσκεψη για το μέλλον μου. Αφού συμφωνήσαμε όλοι ότι ήμουν η καλύτερη μινιφορούσα γκόμενα της γειτονιάς, η μάνα μου αυτοανακηρύχθηκε μάνατζερ, πάνω στη μπρεζιέρα με το καρεδάκι κι εγώ, εν μια νυκτί, μοντέλο.

Επειδή δεν ήθελα να μείνω αμόρφωτη πήγα σε μια σχολή μανεκέν για να μάθω να περπατώ και να βάφομαι. Ήμασταν μαζεμένες 100  και μόλις εκπαιδευτήκαμε πώς να γίνουμε άνθρωποι, άρχισαν να μας παίρνουν τα φορτηγά, σαν τις σαρδέλες στις λαϊκές και μας πήγαιναν για επιδείξεις μόδας στις ντισκοτέκ της επαρχίας.

Εκεί πρώτο τραπέζι πίστα καθόταν όλη η αρχή του τόπου. Ο πρόεδρος με την υπέρβαρη σύζυγο και το μαλλί καλάθι, ο αστυνόμος που είχε μπροστά του το μπουκάλι με τον Γιάννη που περπατάει καλύτερα από μας τα μοντέλα, ο χασάπης κι όλες οι αρχικατινάρες που εφοδιάστηκαν με πιο καυτά μίνι  από τα δικά μας, για να μας ταπώσουν στον ανταγωνισμό.

Στεκόμουν καμαρωτή κι έβλεπα τον αστυνόμο, με το φρύδι βούρτσα, να μου πετάει την γλωσσάρα του έξω, σαν νερόφιδο σε στύση. Εκ παραλλήλου περνούσα ως θεά, με τ’ ατέλειωτα πόδια μου, μπροστά απ’ τον χασάπη, που ξεροκατάπινε ιδροκοπώντας, κοιτώντας με σαν το ζυγούρι στο τσιγκέλι.


Ταυτοχρόνως ο κόσμος γιούχαρε και χειροκροτούσε κι όλοι είχαν τέλος πάντων έναν καλό λόγο να πουν για τα μπούτια μας. Ύστερα μας έβγαζε βόλτα η εξουσία του τόπου με τις BMW και οι χωριανοί από πίσω ακολουθούσαν με τα DATSUN. Πηγαίναμε για πατσά και ανοίγαμε πλατιά συζήτηση γύρω από την ομορφιά μας και το μυαλό μας, την ευφυΐα του οποίου  αμφισβητούσαν, προφανώς γιατί καθόμασταν δίπλα τους.

Σε μια απ’ αυτές τις επισκέψεις στην επαρχία γνώρισα τον Λουκά τον νταλικέρη. Δώδεκα νταλίκες μου είπε ότι είχε δικές του! Του παραδόθηκα, με τα πόδια ψηλά μεσ’ στο χωράφι του παππού του, πάνω στο DATSUN με τα καλαμπόκια.

Η καριέρα μου όμως απογειώθηκε και προσγειώθηκε ταυτόχρονα σε μια επίδειξη του Ασλάνη στην Αθήνα. Πήρα εκατό χιλιάρικα, που πάει να πει ότι θ’ αγόραζα ανέτως δύο κρέμες υδατικές, αλλά πλευριτώθηκα πάνω στο κότερο του μόδιστρου, την ώρα που έψαχνα εναγωνίως τον πλούσιο γαμπρό και τελικά τα ’δωσα στους γιατρούς. Αργότερα έμαθα ότι οι πλούσιοι γαμπροί γουστάρουν μόνο όσες κάνουν διεθνή καριέρα κι έτσι επέστρεψα στη φτωχομάνα.
 
Στο τέλος πια βαρέθηκα να τρέχω μέρα μεσημέρι για δουλειά, ντυμένη σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, με τα παιδιά της γειτονιάς να με παίρνουν στο κατόπι και σταμάτησα το μόντελιγκ. Τώρα τα ’χω μ’ ένα  παιδί που αλλάζει μπουλόνια  και ονειρεύεται να με παντρευτεί.

Είμαι κατά της εργασίας, άλλωστε κι αυτή εναντίον μου είναι, γι’ αυτό προτιμώ να μην εργάζομαι. Έβαλα λοιπόν τον φίλο μου να μοιράζει πίτσες στο ρεπό του για να εξοικονομώ τις συσφικτικές μάσκες του προσώπου μου. Σκέφτομαι τελικά να τον πάρω γιατι εκτός από πλούσιος, που δεν είναι ο τζουτζούκος μου, τηρεί όλες τις άλλες προϋποθέσεις. Δηλαδή και αγαθοβιόλης είναι και ζει μακριά από τους γονείς του.

Σκέφτεστε τίποτα καλύτερο;



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More