ΠΑΣΧΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ.
Όλη αυτή τη χρονιά ο άντρας μου έδειχνε ένα αδικαιολόγητο πάθος σε οτιδήποτε βουκολικό και ορεινό. Εκτός λοιπόν από φέτα Τιρνάβου είχαμε στο σπίτι μας και τη μαρίτσα τη κατσίκα που έκανε σόλο καριέρα στο χωριό της υπηρεσίας μας της Ματίνας.
-Φέτος θα περάσουμε Πάσχα Ελληνικόν μου λέει ο γραβατοφορεμένος μου σύζυγος.
-Ωραία ιδέα απαντώ. Πάμε στη βίλα μας στη Κέρκυρα θα ναι και οι γείτονες μας οι Κοντόλαιμοι εκεί.
-Δεν είσαι καλά μίλησα εγώ με τη Ματίνα μου δηλώνει ορθά κοφτά.
-Ποια Ματίνα; ρωτώ υποψιασμένη.
-Την υπηρεσία μας. Έχει σπίτι απ’ τους γονείς της στην ορεινή Καλαμίτσα ένα χωριό κάπου κοντά στο ιστορικό Τεπελένι.
-Θα κάνω στα νεύρα μου απολέπιση αν αντιληφθώ ότι δέχθηκες τη πρόσκληση της υπηρέτριας πρεσβευτής πράμα, απάντησα σοκαρισμένη.
-Γιατί άσχημα σου πέφτει; Κι ύστερα βαρέθηκα να γιορτάζω την ανάσταση με σαμπάνια και τα σοκολατάκια του πρέσβη. Προτιμώ να πίνω κρασί σπιτικό. Εκεί άλλωστε τα σταφύλια τα πατούν ακόμη με τα πόδια.
-Με τα πόδια; ρωτώ έντρομη. Χριστέ μου οι μύκητες θα κάνουν πάρτι στο ποτήρι μου.
Τέλος πάντων μετά από τρεις συνεδρίες μασάζ σιάτσου, πέντε με τον ψυχαναλυτή και δυο με τη μανικιουρίστα μου, αποφάσισα να ενδώσω.
Όταν φτάσαμε ήταν πια μεσημέρι.
-Κυρά Αντιγόνημ σφάξαμε ένα γουρουνάκι να γλύφς τα δάχτυλας. Θα φάμε κι κάτ αμελέτητα απ’ τα χεράκια της Ζαφείρας να σου φύγει το καφάσι.
-Τι είναι τα αμελέτητα Σπύρο; ρωτάω η αδαής με τον ήλιο να μου καίει το ρίμελ.
-Τα απαυτά του ζώου μου λέει ο εκστασιασμένος μου σύντροφος που κοιτούσε τα γουρούνια στην αυλή σαν ευνούχος σε χαρέμι.
-Χριστέ μου είμαστε καλά; ρωτώ πανικόβλητη.
-Γιατί κυρά Αντιγόνη μου, σεις δε τα γουστάρετε τα αμελέτητα; διερωτάται ο βουκόλος.
-Τα γουστάρω κύριε Θανάση αλλά στην ώρα τους. Τα προτιμώ δε παρφουμαρισμένα με άρωμα DIOR και όχι σαγανάκι στη πιατέλα.
Το βράδυ στην Ανάσταση μαζευτήκαμε όλοι οι νοματαίοι στη πλατεία του χωριού. Ο Σπύρος ενθουσιασμένος ανέβαινε το λόφο για την εκκλησία παρέα με τους αρσενικούς της ομήγυρης. Εγώ φορούσα τον Ασλάνη μου και είχα το μαλλί κότσο σε στυλ Γκρέις Κέλι στη τελευταία της βερσιόν, λίγο πριν φουντάρει απ’ το γκρεμό. Μαρτύρησα γιατί ακολουθούσα τον όχλο με τεντωμένα τα αντανακλαστικά καθώς κουτουλούσα αβέρτα πάνω σε κλαδιά που μου μαδούσαν τη κόμη. Μαλώναμε εγώ το κεφάλι μου και τα δέντρα καθώς μου τραβούσαν τα κλωνάρια το σινιόν και μου γινε το μαλλί σα μυγοπαγίδα.
Λαχτάρησα κόσμο στο Δεύτε Λάβετε φως καθώς κρατούσα τη λαμπάδα νυσταγμένη και αμέριμνη την ώρα που είδα έναν υπέρβαρο κρεμυδοφάγο να σουλατσάρει κατά μήκος του κεριού και δεν άντεξα η γυναίκα την εκσφενδόνισα ως άλλη Βερούλη στον ανυποψίαστο παπά Γρηγόρη. Έβγαλα μια δολοφονική τσιρίδα σα να κατάπια ξυραφάκια και άρχισα να τρέχω εγώ η πιο κούλ κοσμικιά Θεσσαλονίκης και περιχώρων, ανάμεσα στους σαστισμένους συγχωριανούς. Τσίριζα για ώρα πολύ με κλειστά τα μάτια κι όταν τα’ άνοιξα, κατάλαβα ότι στεκόμουν μόνη μου στο κέντρο της πλατείας με τους συντοπίτες χωριανούς να με παρακολουθούν έντρομοι και στοιβαγμένοι από απόσταση πέντε μέτρων.
Λίγο αργότερα στη κανιβαλιστική εορτή με τα εντόσθια και τη μαγειρίτσα εγώ δεν έλαβα μέρος. Πήρα ένα ματσάκι μαρούλι και την έβγαλα πάνω στο κρεβάτι εκστρατείας, με τη πορτοκαλί βελέντζα.
Μας ξύπνησαν ο κόκορας και τα γαϊδούρια γύρω στις πέντε. Ο Σπύρος βγήκε στην αυλή να κάνει γυμναστική κι εγώ στη κάμαρα έκανα γιόγκα κάτω απ’ το καντήλι, πλάι σ’ ένα ταψί με απλωμένο τραχανά. Για πρωινό μας σέρβιραν πατσά κι εγώ προτίμησα να ξαναρχίσω δίαιτα που το ανέβαλα εδώ και μήνες.
-Κυρά Αντιγόνη μου κράτα την όρεξή σου για το βράδυ μου είπε τρισευτυχισμένος ο άντρας της Ζαφείρας. Θα σφάξουμε κόκορα.
-Κι άλλο αίμα θα χυθεί; ρώτησα σα κυνηγημένη. Γιατί καλέ μου Θανάση δεν αγοράζουμε κάτι με σφραγίδα ποιότητας; Άνοιξα το παράθυρο για ν’ ανασάνω καθαρό αέρα πού κόντευα να λιποθυμήσω απ’ τις αναθυμιάσεις του σκόρδου στο πατσά. Απέναντί μου ο αχόρταγος εκτελούσε την αποστολή του στο διπλανό αγροτόσπιτο. Έχασα τις αισθήσεις μου από τις επιθέσεις οσμών που δέχθηκε η τρυφερή μου μύτη.
Άνοιξα και πάλι αμέριμνη το ψυγείο για να πάρω ένα μπουκαλάκι περιέ που ευτυχώς προνόησα να φέρω κάβα. Έντρομη είδα δυο μάτια να με κοιτούν πάνω σ’ ένα κεφάλι μόσχου που έπλεε μέσα σε μια ανοιχτή κατσαρόλα δίπλα στον καταψύκτη.
-Τι είναι αυτό; Ρώτησα σαστισμένη.
-Η Κανέλω η γελάδα. Θα γίνει αυτή μια μοσχαροκεφαλή πρώτης μου λέει γεμάτος περηφάνια ο βουκόλος. Δε τρως κυρά μου εσύ από δαύτο;
-Δε συνηθίζω Θανάση μου να τρώω ότι έχει συνάχι και φτερνίζεται ειδικά δε, αν έχει και ονοματεπώνυμο όπως η Κανέλω. Καλύτερο το χω να τρέξω στους ολυμπιακούς, παρά να κάτσω στο ίδιο τραπέζι μαζί της.
Ύστερα ήρθε ο Μανόλης. Ένας ευθυτενής και αθλητικός νέος ίδιος ο Πατούχας ζωή να χει. Ο Μανόλης είναι γιος του κυρ Θανάση και ο χασάπης της Κανέλως. Επίσης είναι αυτός που πατάει τα σταφύλια για το κρασί της φαμίλιας. Μιλήσαμε πολύ με το παλικάρι σε όλη τη διάρκεια του ντινέ στην εξοχή. Έμαθα πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα για τη βοσκή των αιγοπροβάτων και το κυνήγι κουνελιών. Επειδή όμως είμαι πολύ φιλομαθείς προσφέρθηκε το παιδί να με ξεναγήσει και στον αχυρώνα. Να του έλεγα όχι; Προτίμησα από μεγαλοψυχία να υψώσω σα σπαθί την αριστοκρατική καταγωγή μου και ν’ αφήσω το βλάχικο προλεταριάτο να αλώσει το πιο φανατικό μοντέλο του Βερσάτσε. Δηλαδή εμένα! Κι όσο ο πρέσβης έτρωγε φρυγανιές με βούτυρο στη θράκα εγώ έκανα ανάσταση κοιτώντας τα άστρα με το νταβρατισμένο Μανόλη. Φεύγοντας πήρα πεσκέσι τον αφάγωτο κόκορα και τον αγνό βοσκό, σοφέρ για το γυμναστήριο. Ωραία που είναι η ζωή στην εξοχή!
.
Zωή Κυροπούλου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου