Εργαζόμουν εδώ και τρία χρόνια στη Ρώμη. Η εταιρεία μου ήταν πολυεθνική με έδρα στην Αμερική. Η μετάθεση μου στην Ευρώπη ήταν κατόπιν προαγωγής μου αλλά και δικής μου απαίτησης καθώς βρισκόμουν ήδη στα τριαντατρία μετά από μια αποτυχημένη σχέση με έναν άντρα που με απατούσε συνεχώς και έτρεφε τη σχέση μας με ψέματα τα οποία αντιλαμβανόμουνα συνεχώς και πλέον δεν τα άντεχα. Η Ρώμη στάθηκε για μένα η ψυχοθεραπεία μου. Ξέχασα την αρρωστημένη μου σχέση αλλά και παραιτήθηκα από κάθε ελπίδα για μια καινούργια. Μέχρι που γνώρισα τον Ορέστη. Ο Ορέστης, έλληνας κι αυτός προερχόμενος από Αμερική και τοποθετημένος σε άλλο τμήμα από το δικό μου, ήταν μια παρηγοριά μετά από τρία χρόνια ολοκληρωτικής αποξένωσης από κάθε τι ελληνικό. Επιπλέον είχε ευγενική φυσιογνωμία. Μπορούσε να σου μιλήσει για όλα χωρίς να έχει εκείνο το ύφος του ξερόλα και της αυθεντίας. Ήταν ένας ήσυχος καθημερινός τύπος εξωτερικά σχεδόν αδιάφορος θα έλεγα αλλά αν το γνώριζες και έκανες παρέα μαζί του καθημερινά, τόσο ομορφότερο τον έβλεπες. Μου έγινε απαραίτητος πολύ γρήγορα και η παρέα μας έγινε καθημερινή. Βλεπόμασταν μετά τη δουλειά ολοένα και περισσότερο φυσικά κρυφά από τους συναδέλφους μας. Τη πρώτη φορά που έλειψε για 2 μήνες στην Ελλάδα λόγω της εργασίας του μου έλειψε αφάνταστα. Ήταν υποχρεωμένος λόγω υπευθυνοτήτων να λείπει ανά δύο μήνες για να τακτοποιεί τις εκεί υποχρεώσεις του. Τα τηλεφωνήματα του ήταν συχνά και το ενδιαφέρον του εντονότερο σε τόσο απομακρυσμένη απόσταση. Μεσυγκινούσε με τη προσοχή του και με έπεισε ότι ενδιαφέρεται σοβαρά για μένα. Η απόσταση λοιπόν αντί να με ανησυχήσει με καθησύχασε. Άλλωστε ήταν φυσικό να δω χαλαρά την απομάκρυνση μας καθώς ήμασταν συνάδελφοι και όσο και να ναι η κατανόηση λόγω κοινού επαγγέλματος ήταν ο συνδετικός κρίκος που μας ένωνε ακόμη περισσότερο. Με το καιρό η σχέση μας προχώρησε ακόμη περισσότερο. Όταν ο Ορέστης επέστρεφε από τα ταξίδια του, προσπαθούσε να καλύψει τα κενά σα τρελός. Ο έρωτας μας αναζωπυρωνόταν και κάθε μέρα μαζί του ήταν σα μια καινούργια αρχή. Μερικές φορές τον ακολουθούσα και γω στα ταξίδια του. Πηγαίναμε μαζί στα νησιά επισκεπτόμουν το χωριό μου μαζί του ή μόνη μου και τις περισσότερες φορές επέστρεφα χωρίς εκείνον μια και είχε άπειρες υποχρεώσεις στην Αθήνα, που τον υποχρέωναν να συνεχίσει χωρίς εμένα. Ανέκαθεν ήμουν άτομο ανεξάρτητο έτσι γρήγορα προσαρμόστηκα σ’ αυτό τον τρόπο ζωής. Έλεγα πολύ συχνά μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι τα είχα με καπετάνιο και γι’ αυτό δε με πείραζαν τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που έλειπε. Όταν επέστρεφε έκανε τα αδύνατα δυνατά για να γεμίσει τα κενά και επιπλέον εγώ όσο καιρό έλειπε απολάμβανα τη μοναξιά μου νιώθοντας παράλληλα τη σιγουριά και την ασφάλεια που σου δίνει μια μόνιμη σχέση. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να παντρευτούμε. Χάρηκα με την πρόταση του αλλά δεν αντέδρασα με τον ανάλογο ενθουσιασμό γιατί για μένα ο γάμος δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Είχα τη σχέση που ήθελα και δεν έβλεπα το λόγο γιατί να προχωρήσω στην επισημοποίηση του ειδικότερα αφού δεν ήθελα να αποκτήσω παιδιά. Του το ξεκαθάρισα άλλωστε από την αρχή ότι δεν είμαι ο τύπος της γυναίκας μάνας. Δεν είχα καμιά διάθεση να παραχωρήσω τα προνόμια της ελευθερίας μου αλλάζοντας πάνες. Με διαβεβαίωσε ότι ποτέ δε θα μου ζητούσε παιδιά. Μου είπε ότι σέβεται τις επιλογές μου και με παρακάλεσε να δω τη πρόταση του σα δική του ανάγκη να νιώθει τη σιγουριά ότι είμαι δική του. Είδα μπορώ να πω τελικά πολύ ρομαντικά το όλο θέμα. Μου άρεσε που ήταν έτοιμος να δεχτεί τη σχέση μας με τους δικούς μου όρους και αποφάσισα να τον παντρευτώ περισσότερο για να διασκεδάσω αλλά και για να του κάνω το χατίρι. Παντρευτήκαμε λοιπόν σε μια επαρχία κοντά στη Ρώμη με λίγους συγγενείς και φίλους μετά από δύο χρόνια μοναδικής σχέσης και συνεχίσαμε τη ζωή μας κανονικά από κει που είχαμε ξεκινήσει σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Ζήσαμε τρία ήσυχα και όμορφα χρόνια κοινής ζωής χωρίς κανένα σύννεφο να σκιάσει τη σχέση μας.
Ώσπου μια μέρα , μια Κυριακή συγκεκριμένα, καθόμασταν σε ένα καφέ και είχαμε μια περίεργη συνάντηση. Ένας φίλος του Ορέστη Έλληνας , μας είδε ξαφνικά και πλησίασε διστακτικά κοιτώντας με, με περιέργεια. Τον προσφώνησε κουμπάρο και όση ώρα του μιλούσε με κοιτούσε συνεχώς. Τόσο που αισθάνθηκα πολύ άβολα και ένιωσα καλύτερα όταν ο άντρας μου σηκώθηκε από τη καρέκλα του και συνόδεψε το «κουμπάρο» του στην έξοδο. Μιλήσανε έξω από το μαγαζί γύρω στο ένα τέταρτο και μετά χωρίστηκαν. Εγώ όμως ήδη καθόμουν στα καρφιά μετά από αυτή τη συνάντηση και δε πείστηκα καθόλου όταν ο άντρας μου, μου είπε ότι ήταν φίλοι από το σχολείο και φώναζε ο ένας τον άλλον κουμπάρο με αφορμή κάποιες γυμνασιακές τους αταξίες. Εκείνη τη μέρα χτύπησε για πρώτη φορά σε μένα το καμπανάκι του κινδύνου αλλά δεν επέμενα πολύ στις ανησυχίες μου καθώς δεν είχα κάποιο απτό σημάδι ότι ο άντρας μου, μου έλεγε ψέματα. Άρχισα από μια παράξενη παρόρμηση να τον παρατηρώ. Παρακολουθούσα τα τηλεφωνήματα του. Στην αρχή δεν κατάλαβα τίποτε ύποπτο όμως μια μέρα που μπήκα ξαφνικά στο σπίτι τον είδα να κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο. Όταν μπήκε στο μπάνιο έλεγξα τη κλήση που έκανε και είδα ότι προηγήθηκε υπεραστικό τηλεφώνημα στην Ελλάδα. Κάλεσα ξανά το ίδιο νούμερο και μου απάντησε τηλεφωνητής. Μιλούσε μια γυναικεία φωνή που χρησιμοποιούσε το επίθετο του συζύγου μου. Έμεινα άναυδη. Ήξερα ότι ο Ορέστης δεν είχε κανένα συγγενή στην Ελλάδα. Ζούσαν όλοι διάσπαρτοι στην Αμερική και κάτι μακρινά ξαδέρφια που είχε κάπου στη Πελοπόννησο, ήταν όλα από τη πλευρά της μητέρας του και δεν είχαν το ίδιο πατρώνυμο. Περίμενα να βγει από το μπάνιο για να τον ρωτήσω που μιλούσε. Μου απάντησε ότι είχε μια τηλεφωνική επικοινωνία με τα κεντρικά γραφεία της Αθήνας και αμέσως μετά μου πρότεινε μια τριήμερη εκδρομή για να περάσουμε λίγο ήσυχα μόνοι μας. Προσπάθησα να δείχνω χαμογελαστή αλλά μέσα μου έτρεμα. Είχα ένα πολύ κακό προαίσθημα το οποίο δε μπορούσα να εξηγήσω. Την άλλη μέρα το πρωί λίγο πριν πάω στο γραφείο, επισκέφθηκα ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ προσωπικό μου φίλο και συνεργάτη ο οποίος με εξυπηρετούσε στις δουλειές της εταιρείας και του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Του εξήγησα τι συνέβη χωρίς να ξέρω και γω η ίδια για τι έψαχνα. Όμως δε μπορούσα τα ψέματα και ήξερα ότι κάτι κρυφό γίνεται εν αγνοία μου. Ο ντετέκτιβ μου είπε ότι θα τον παρακολουθήσει κι έφυγα. Μέσα σε ένα μήνα όλα αυτά που θα επακολουθούσαν δεν θα μπορούσε να τα πιστέψει ούτε ο πιο τρελός σεναριογράφος. Έμαθα ότι ο άνδρας μου ήταν παντρεμένος προ εξαετίας με μια γυναίκα μεγαλύτερη του και είχε μαζί της 3 παιδιά! Το μορφωτικό της επίπεδο μάλιστα ήταν πολύ χαμηλότερο από το δικό του καθώς επρόκειτο για μια απλοϊκή γυναίκα γύρω στα σαραντεπέντε απόφοιτη του δημοτικού σχολείού που δε δούλεψε ποτέ της και κρατούσε το σπίτι τους με ιερή προσήλωση. Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από μένα.
Ώσπου μια μέρα , μια Κυριακή συγκεκριμένα, καθόμασταν σε ένα καφέ και είχαμε μια περίεργη συνάντηση. Ένας φίλος του Ορέστη Έλληνας , μας είδε ξαφνικά και πλησίασε διστακτικά κοιτώντας με, με περιέργεια. Τον προσφώνησε κουμπάρο και όση ώρα του μιλούσε με κοιτούσε συνεχώς. Τόσο που αισθάνθηκα πολύ άβολα και ένιωσα καλύτερα όταν ο άντρας μου σηκώθηκε από τη καρέκλα του και συνόδεψε το «κουμπάρο» του στην έξοδο. Μιλήσανε έξω από το μαγαζί γύρω στο ένα τέταρτο και μετά χωρίστηκαν. Εγώ όμως ήδη καθόμουν στα καρφιά μετά από αυτή τη συνάντηση και δε πείστηκα καθόλου όταν ο άντρας μου, μου είπε ότι ήταν φίλοι από το σχολείο και φώναζε ο ένας τον άλλον κουμπάρο με αφορμή κάποιες γυμνασιακές τους αταξίες. Εκείνη τη μέρα χτύπησε για πρώτη φορά σε μένα το καμπανάκι του κινδύνου αλλά δεν επέμενα πολύ στις ανησυχίες μου καθώς δεν είχα κάποιο απτό σημάδι ότι ο άντρας μου, μου έλεγε ψέματα. Άρχισα από μια παράξενη παρόρμηση να τον παρατηρώ. Παρακολουθούσα τα τηλεφωνήματα του. Στην αρχή δεν κατάλαβα τίποτε ύποπτο όμως μια μέρα που μπήκα ξαφνικά στο σπίτι τον είδα να κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο. Όταν μπήκε στο μπάνιο έλεγξα τη κλήση που έκανε και είδα ότι προηγήθηκε υπεραστικό τηλεφώνημα στην Ελλάδα. Κάλεσα ξανά το ίδιο νούμερο και μου απάντησε τηλεφωνητής. Μιλούσε μια γυναικεία φωνή που χρησιμοποιούσε το επίθετο του συζύγου μου. Έμεινα άναυδη. Ήξερα ότι ο Ορέστης δεν είχε κανένα συγγενή στην Ελλάδα. Ζούσαν όλοι διάσπαρτοι στην Αμερική και κάτι μακρινά ξαδέρφια που είχε κάπου στη Πελοπόννησο, ήταν όλα από τη πλευρά της μητέρας του και δεν είχαν το ίδιο πατρώνυμο. Περίμενα να βγει από το μπάνιο για να τον ρωτήσω που μιλούσε. Μου απάντησε ότι είχε μια τηλεφωνική επικοινωνία με τα κεντρικά γραφεία της Αθήνας και αμέσως μετά μου πρότεινε μια τριήμερη εκδρομή για να περάσουμε λίγο ήσυχα μόνοι μας. Προσπάθησα να δείχνω χαμογελαστή αλλά μέσα μου έτρεμα. Είχα ένα πολύ κακό προαίσθημα το οποίο δε μπορούσα να εξηγήσω. Την άλλη μέρα το πρωί λίγο πριν πάω στο γραφείο, επισκέφθηκα ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ προσωπικό μου φίλο και συνεργάτη ο οποίος με εξυπηρετούσε στις δουλειές της εταιρείας και του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Του εξήγησα τι συνέβη χωρίς να ξέρω και γω η ίδια για τι έψαχνα. Όμως δε μπορούσα τα ψέματα και ήξερα ότι κάτι κρυφό γίνεται εν αγνοία μου. Ο ντετέκτιβ μου είπε ότι θα τον παρακολουθήσει κι έφυγα. Μέσα σε ένα μήνα όλα αυτά που θα επακολουθούσαν δεν θα μπορούσε να τα πιστέψει ούτε ο πιο τρελός σεναριογράφος. Έμαθα ότι ο άνδρας μου ήταν παντρεμένος προ εξαετίας με μια γυναίκα μεγαλύτερη του και είχε μαζί της 3 παιδιά! Το μορφωτικό της επίπεδο μάλιστα ήταν πολύ χαμηλότερο από το δικό του καθώς επρόκειτο για μια απλοϊκή γυναίκα γύρω στα σαραντεπέντε απόφοιτη του δημοτικού σχολείού που δε δούλεψε ποτέ της και κρατούσε το σπίτι τους με ιερή προσήλωση. Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από μένα.
Ο ντετέκτιβ με προμήθευσε με κασέτες και φωτογραφίες που αποθανάτιζαν οικογενειακές στιγμές γαλήνης και ευτυχίας τις οποίες μαζί μου δεν επρόκειτο να μοιραστεί ποτέ. Μου ήταν πολύ περίεργο να βλέπω τον Ορέστη ως ένα κοινό φιλήσυχο επαρχιώτη ο οποίος παίρνει μέρος σε βαφτίσια του χωριού του και χορεύει τσάμικο όταν εγώ στις πιο κεφάτες στιγμές που τον είχα δει ήταν όταν δοκίμαζε κρασί στα πιο φημισμένα ιταλικά ρέσταραν παρέα με υψηλά στελέχη της εταιρείας ντυμένος πάντα με κοστούμι και γραβάτα. Το πόσο ηλίθια αισθάνθηκα μετά την αποκάλυψη μου είναι αδύνατον να το περιγράψω. Όταν έφτασε σπίτι, του έκανα μεγάλη σκηνή. Εκείνος στην αρχή τα αρνήθηκε όλα. Μου είπε ότι έπεσε θύμα πλεκτάνης και ότι με πληροφόρησαν κακόβουλοι άνθρωποι που ζήλεψαν την αγάπη που μου έχει. Όταν όμως άρχισα να του πετάω τις κασέτες στα μούτρα, άρχισε να κλαίει και να μου ζητάει συγνώμη. Μου ορκιζόταν ότι δεν ήθελε να με πληγώσει κι ότι με αγαπούσε ειλικρινά. Εγώ δεν είχα καμία αμφιβολία ότι με αγαπούσε όπως έλεγε αλλά δεν είχα και καμία διάθεση να γίνω το άλλο μισό της διπλής του ζωής. Καταλάβαινα που το πήγαινε. Ήθελε μια αιώνια ερωμένη και την έβρισκε στο πρόσωπο μου. Από την άλλη, στην Ελλάδα τον περίμενε η γυναίκα μάνα, πάντα πρόθυμη να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του και να τον κανακέψει σα παιδί. Έχω ακούσει για παρόμοιες ιστορίες και η ψυχολόγος που πήγα μετά για να οργανωθώ εσωτερικά μου είπε ότι συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι γυναίκες δεν χωρίζουν από τέτοιους άνδρες. Δε μπορούν να αποκολληθούν από την εξάρτηση του. Εγώ αυτό το έβρισκα και εξακολουθώ να το θεωρώ άρρωστο. Τον έδιωξα από το σπίτι και τον κατηγόρησα για διγαμία. Στο τέλος τον λυπήθηκα και περισσότερο τα δύο παιδιά του που δεν έφταιγαν σε τίποτα να είχαν ένα πατέρα κατάδικο και άνεργο για το υπόλοιπο του βίου του. Έτσι απέσυρα τη τελευταία στιγμή τη μήνυση. Τις επόμενες ημέρες σκέφτηκα επίσης πολύ σοβαρά για το αν έπρεπε να ενημερώσω τη γυναίκα του. Αλλά μετά έκρινα ότι θα ήταν άσκοπο και πολύ σκληρό για εκείνη. Όλες οι πληροφορίες που είχα για το άτομο της, έδειχναν ότι δε θα μπορούσε να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση. Προτίμησα να την αφήσω στον ύπνο της. Ούτως ή άλλως το σίγουρο είναι ότι την αγαπούσε όπως με την ίδια ευκολία αγαπούσε και μένα. Τη καθεμία για τους δικούς του λόγους. .Δε ξέρω τι θα έκανα αν τελικά είχα παιδί μαζί του. Ίσως να τον διεκδικούσα για να εξασφαλίσω το παιδί μου. Όμως τώρα δεν είχα καμία αξίωση και ειλικρινά κανένα ενδιαφέρον για το άτομο του. Η αγάπη μου και ο θαυμασμός μου για εκείνον έσβησε αμέσως μόλις έμαθα για τη διπλή ζωή του. Σχεδόν τον λυπήθηκα και αισθάνθηκα τυχερή για τις επιλογές μου. Τώρα συνεχίζω μόνη μου. Αυτό βέβαια που φρόντισα με μεγάλη προσοχή ήταν να αποσπαστεί από το κοινό εργασιακό μας χώρο. Μπορεί να απέσυρα τη μήνυση αλλά φρόντισα να τον κάνω βούκινο σε όλους τους κοινούς γνωστούς και αυτό είχε αντίκτυπο στη δουλειά του για κάποιο καιρό. Τόσο όσο χρειαζόταν για να καταλάβει ότι δε παίζουν έτσι με τους ανθρώπους λες και είμαστε στην εποχή του χαρεμιού. Ελπίζω να του έγινε μάθημα ώστε να μη πέσει στα δίχτυα του κάποια άλλη. Τουλάχιστον αυτό μου υποσχέθηκε όταν με παρακαλούσε να αποσύρω τη μήνυση για τα παιδιά του. Και είναι αλήθεια απόλαυση να σε παρακαλάει κάποιος γονατιστός για τη σωτηρία του. Νομίζω ότι τελικά, πήρα την ηθική ικανοποίηση που ήθελα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου